Φυσικό Περιβάλλον

Κίσσαβος

Η Όσσα είναι βουνό της Θεσσαλίας, γνωστό επίσης με το όνομα Κίσσαβος. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του νομού Λάρισας και νότια του Ολύμπου, του οποίου αποτελεί συνέχεια γεωλογικά και από τον οποίο χωρίζεται από την κοιλάδα των Τεμπών. Έχει μέγιστο υψόμετρο στα 1.978 μέτρα στη περιοχή Προφήτης Ηλίας.
Ο Κίσσαβος βλέπει δυτικά τον κάμπο της Λάρισας, νότια τον κάμπο της Αγιάς και ανατολικά την θάλασσα όπου καταλήγουν οι πλαγιές της, σχηματίζοντας ορμίσκους. Το βουνό χωρίζεται σε δύο μέρη από μια κοιλάδα, η οποία ονομάζεται στα βόρεια “Μεγάλο Φαράγγι” και στα νότια “Μεγάλο Ρέμα”.
Από γεωλογική άποψη, ο Κίσσαβος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον αφού στη βάση της αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα, που όμως σκεπάζονται από άλλα στρώματα εκρηξιγενών πετρωμάτων. Στις περισσότερες πλευρές της και κυρίως στις ανατολικές, υπάρχουν εντυπωσιακές χαράδρες με ορμητικούς χείμαρρους, ομορφότερη από τις οποίες είναι η χαράδρα της Καλυψούς με ένα τοπίο που συμπληρώνεται από καταρράκτες, λίμνες και απότομα βράχια.
Στη συγκεκριμένη περιοχή διοργανώνονται δραστηριότητες εναλλακτικού τουρισμού όπως trekking, cantoning, flying fox, rafting, canoe-cayak, αλεξίπτωτο πλαγιάς κλπ. Ο Επισκέπτης μπορεί ακόμη να κάνει αναρρίχηση (υπάρχουν οργανωμένα αναρριχητικά πεδία), κατάβαση φαραγγιών, ποδηλασία βουνού και διάσχιση με οχήματα 4×4.
Άλλες κορυφές του Κισσάβου είναι οι Oξιές (1.613 μ.), οι Τρεις Στάλοι (1.513 μ.), ο Παλιολιάς (1.537 μ.), τα Ψηλά Δένδρα (1.231 μ.), η Βασιλίτσα (1.005 μ.), η Φωτεινή ή αλλιώς Τεπέ Τσαρδάκι (1.026 μ.) και το Καραμπίκι (1.057 μ.).

Δασικό Σύμπλεγμα Όσσας
Τα πυκνά δάση από έλατα, οξιές, δρύες, καστανιές και τα άφθονα νερά του, του προσδίδουν ένα ποιητικό μεγαλείο και τον χαρακτηρίζουν ως Βοτανικό Κήπο με πολλούς υδάτινους δρόμους, λίμνες και φαράγγια.
Μία έκταση 16.900 εκταρίων στο ΒΑ τμήμα του βουνού έχει χαρακτηριστεί Αισθητικό δάσος (Π.Δ. 5-5-1977 -Φ.Ε.Κ.175Δ/77 και Π.Δ. 444/29-8-1985 -Φ.Ε.Κ.160 Α/85 και 5Α/86) και αποτελεί ένα από τα 19 αισθητικά δάση της Ελλάδας, έχοντας ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο προστασίας «ΦΥΣΗ 2000» (NATURA 2000), ως περιοχή εξαιρετικού φυσικού κάλλους.

Ο Κίσσαβος αποτελεί έναν τεράστιο βοτανικό κήπο, για την αφθονία και ποικιλία της βλάστησής του. Αείφυλλα-πλατύφυλλα, όπως αριές, κουτσουπιές, κουμαριές, ρείκια αλλά και άφθονα ποώδη (θυμάρι, ρίγανη) φύονται χαμηλά στο βουνό ενώ ψηλότερα επικρατούν οι βελανιδιές, οι καστανιές, οι κρανιές, τα σφενδάμια, οι φράξοι, οι φλαμουριές καθώς και η μαύρη πεύκη, με την οποία αναδασώθηκε ένα μικρό τμήμα αυτής της ζώνης. Από τα 500 ως τα 1600μ., κυρίως στις βόρειες και ανατολικές πλαγιές του βουνού, κυριαρχεί η οξιά είτε σε αμιγή δάση είτε σε μικτά με ελάτη. Στα βόρεια υπάρχουν πολλά καστανοπερίβολα, από τα οποία αποκλειστικά σχεδόν, παράγονται κάστανα και ελάχιστη ξυλεία.

Περιορισμένη είναι η εμφάνιση της ιπποκαστανιάς (Aesculus hippocastanum), που αποτελεί σπάνιο είδος ως αυτοφυές. Έπειτα από μακρύ χρονικό διάστημα υπερεκμετάλλευσης επανεγκαθίστανται έλατα, τα οποία αποτελούν το 13% της δασοκάλυψης του αισθητικού δάσους του Κισσάβου.

Μεγάλη ποικιλία ειδών συναντάται και πάνω από το δασοόριο που αρχίζει η αλπική ζώνη. Τέλος, σε τμήμα του δάσους επιτρέπεται ελεγχόμενα το κυνήγι.

Στους ορεινούς όγκους του Κισσάβου υπάρχουν αγριογούρουνα ζαρκάδια, λαγοί, φασιανοί, πέρδικες

Αισθητικό Δάσος Τεμπών – Δέλτα Πηνειού
Η περιοχή αποτελεί ένα φυσικό οικοσύστημα. Καταλαμβάνει το τμήμα του Πηνειού και εκατέρωθεν των οχθών του από την κοιλάδα των Τεμπών ως τις εκβολές του. Η κοιλάδα των Τεμπών είναι περιοχή ειδικής προστασίας και έχει χαρακτηριστεί τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (Φ.Ε.Κ. 648 Β/68). Ο Πηνειός είναι σημαντικός για τα μοναδικά παρόχθια δάση του από πλατάνια, που δημιουργούν το αισθητικό δάσος των Τεμπών (Π.Δ. 921/22-1-1974 -Φ.Ε.Κ. 31Α/74, έκτασης 17.620 στρεμμάτων) και τις νησίδες με τα δρυοδάση.

Παράλληλα αποτελεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά (παρυδάτια και αρπακτικά), ενώ από ιχθυολογική άποψη περιλαμβάνει κοινά είδη ψαριών. Το Δέλτα του Πηνειού αποτελεί καταφύγιο ή εκτροφείο θηραμάτων και απαγορεύεται η αλιεία σ’ αυτό κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Για την σημαντικότητα της περιοχής ως βιότοπου-υγρότοπου, γίνεται αναφορά σε διεθνείς και ευρωπαϊκούς καταλόγους, που εμπεριέχουν περιοχές με αυτά τα χαρακτηριστικά.

Ιστορικά στοιχεία
Στον Κίσσαβο (παλιά Όσσα μέχρι τον 11ομ.Χ.αι.), κατοικούσαν κατά την αρχαιότητα Μάγνητες, των οποίων η χώρα (Μαγνησία) άρχιζε από τις εκβολές του Πηνειού και κατέληγε στη χερσόνησο των Τρικέρων. Συνδέεται με τις Νύμφες, με τη λατρεία της Δήμητρας, με τον Ασκληπιό, με τον Ηρακλή (ο μύθος θέλει εδώ να άφησε την τελευταία του πνοή), με το Φιλοκτήτη (εδώ έζησε ο ήρωας του Τρωικού πολέμου), με το Μ.Αλέξανδρο κ.ά. Από τον αρχαιολογικό πλούτο του Κισσάβου εκείνο που μπορεί να θαυμάσει κανείς σήμερα είναι κυρίως ναοί, μοναστήρια και υπολείμματα κάστρων.

Φύση

Δραστηριότητες

Φαράγγι “Καλυψώ”

O μεγαλύτεροςκαταρράκτης (70μέτρα) του Κισσάβου στο εξαιρετικής ομορφιάς φαράγγι “Καλυψώ” βρίσκεται πάνω από τα χωριά Κόκκινο Νερό και Καρύτσα.

Δέλτα Πηνειού

Στην Βόρεια πλευρά του Δήμου Αγιάς κοντά στους οικισμούς του Ομολίου και του Παλαιόπυργου βρίσκεται το Δέλτα του Πηνειού ποταμού, το οποίο αποτελεί υγροβιότοπο και καταφύγιο θηραμάτων. Για τις περιοχές αυτές γίνεται αναφορά σε διεθνείς και ευρωπαϊκούς καταλόγους βιότοπων-υγρότοπων.  
Ακολούθως παρατίθενται στοιχεία για το Δέλτα του Πηνειού από μελέτη του ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Υπ. Δρ Ε.Μ.Π., Περιβαλλοντολόγου, για την παράκτια ζώνη του Δέλτα του Πηνειού.

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ, ΓΕΩΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ

Η πεδινή περιοχή του Δέλτα του Πηνειού ποταμού δημιουργήθηκε από την προσχωματική δράση του Πηνειού μετά το γεωλογικό ρήγμα μεταξύ της Οροσειράς του Ολύμπου και του Κισσάβου όπου τα νερά της Θεσσαλικής λίμνης βρήκαν διέξοδο προς τη θάλασσα, και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της Θεσσαλικής πεδιάδας.
Σύμφωνα με τον Ιστορικό Ηρόδοτο, ο οικισμός του Ομολίου ήταν παραθαλλάσιος και οι εκβολές του Πηνειού ποταμού ήταν στο ύψος του υπόψη οικισμού ενώ κατά τη διάρκεια της μυθικής Αργοναυτικής εκστρατείας (8ο περίπου αιώνα π.Χ.) οι εκβολές του Πηνειού ποταμού είχαν φθάσει στο ύψος του οικισμού της Αιγάνης. Σήμερα, από τα φερτά υλικά της Θεσσαλικής πεδιάδας που μεταφέρει ο Πηνειός ποταμός και από τις αποπλύσεις των γειτονικών οροσειρών, οι εκβολές του Πηνειού έχουν φτάσει μέχρι το ύψος του οικισμού του Στομίου.

Σύμφωνα επίσης με πρόσφατα στοιχεία των νεώτερων αρχαιολογικών ερευνών στη Θεσσαλία (1957 -1959 μ.Χ.) από τον αρχαιολόγο Μιλόισιτς και άλλους, η περιοχή κατοικούνταν από την παλαιολιθική εποχή. Η ύπαρξη αρχέγονου παλαιολιθικού πολιτισμού πριν 30.000 – 100.000 ή και 250.000 χρόνων, αποδεικνύεται με βάση τα λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν εκεί. Στο τμήμα των εκβολών του Πηνειού (ανατολική και βόρεια Θεσσαλία) κατοικούσαν οι Πελασγοί (Αιολείς) και στη συνέχεια, στις πλαγιές του Ολύμπου και της Όσσας, εκατέρωθεν των εκβολών του Πηνειού ποταμού, εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς.

Η περιοχή των εκβολών του Πηνειού Ποταμού κατοικήθηκε και από Ρωμαίους, Γότθους (395 μ.Χ.), Νορμανδούς (1083 μ.Χ.), και Τούρκους (από τους πρώτους χρόνους κατάκτησης της Θεσσαλίας μέχρι τo 1923 με την εφαρμογή της συμφωνίας ανταλλαγής των πληθυσμών).

Η φυσική ενότητα του Δέλτα Πηνειού διατηρήθηκε μέχρι το 1930. Στη συνέχεια, η αγροτική πολιτική που εφαρμόστηκε από το Υπουργείο Γεωργίας, που είχε ως στόχο την αύξηση της αγροτικής γης, είχε ως αποτέλεσμα την κατα¬στροφή ενός μεγάλου μέρους της δασικής έκτασης και τη μετατροπή της σε γεωργική γη, η οποία διανεμήθηκε στους αγρότες της περιοχής το 1932.

Μέχρι το 1940, η χωροταξική δομή σε τοπικό επίπεδο διακρινόταν από την κοινωνική και οικονομική συσπείρωση στην περιμετρική και επιτόπια ημιορεινή ζώνη με δευτερεύοντα οικονομικό ρόλο την πεδινή περιοχή του Δέλτα Πηνειού. Μεταπολεμικά, με την εγκατάλειψη των ορεινών περιοχών, το οικονομικό ενδιαφέρον εστιάζεται στη γεωργική εκμετάλλευση της πεδιάδας του Δέλτα Πηνειού. Την ίδια περίοδο, κατασκευάστηκε η τάφρος Σμίξη, μέσω της οποίας παροχετεύονταν στον Πηνειό ποταμό ποσότητες νερού από τη λεκάνη απορροής του κάτω Ολύμπου με στόχο την αντιπλημμυρική προστασία της βόρειας κοίτης του Πηνειού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των υγρότοπων στο συγκεκριμένο τμήμα του Δέλτα, καθώς μειώθηκαν οι ποσότητες του νερού.

2.1. Η σημασία του Δέλτα Πηνειού

Η περιοχή, λόγω της πλούσιας χλωρίδας και πανίδας που φιλοξενεί, έχει μεγάλη οικολογική και κοινωνικο-οικονομική αξία. Σήμερα, οι εκβολές του Πηνειού Ποταμού αποτελούν έναν υγρότοπο που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαφύλαξη της βιολογικής ποικιλότητας και στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας του. Συγκεκριμένα η περιοχή του Δέλτα Πηνειού:

  • Διαθέτει όλα τα φυσικό – βιολογικά χαρακτηριστικά, ώστε να περιλαμβάνεται στις περιοχές που ισχύει το καθεστώς προστασίας των διεθνών συμβάσεων της Βόννης, της Βέρνης, της Βαρκελώνης, της Ουάσιγκτον (CITES).
  • Έχει χαρακτηριστεί ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλ¬λους (ΤΙΦΚ).
    Aνήκει στη λίστα των βιοτόπων CORINE (1988) και αποτελεί περιοχή “ειδικής προστασίας” σύμφωνα με την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, και στις περιοχές Natura 2000 (GR1420002). Περιλαμβάνει υγροτοπικούς οικοτόπους, δασάκια από άγριες ελιές, καλλιεργούμενους ελαιώνες, βοσκότοπους, παράκτια και παραποτάμια δάση, θίνες και αμμώδεις χερσότοπους.
  • Σε διεθνές επίπεδο ανήκει στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά (ΣΣΠ), (ICBP-IWRB) εφόσον πολλά αρπα¬κτικά πουλιά φωλιάζουν εκεί και πολλά παρυδάτια είδη πτηνών χρησιμοποιούν τα έλη του. Στην περιοχή παρα¬τηρήθηκαν 226 είδη πουλιών που ανήκουν σε περισσότερα από 50 γένη.
  • Έχει χαρακτηριστεί ως καταφύγιο ή εκτροφείο θηραμάτων, και απαγορεύεται η αλιεία κατά την περίοδο της αναπαραγωγής.
    Από ιχθυολογική άποψη, η ιχθυοπανίδα των γλυκώννερών του ποταμού και της θαλάσσιας περιοχής είναι πλούσια σε πληθυσμούς και σε είδη. Η ιχθυοπανίδα των γλυκών νερών περιλαμβάνει 37 είδη ψαριών και άλλα 11 με πιθανή παρουσία, ενώ η ιχθυοπανίδα της θαλάσσιας περιοχής, περιλαμβάνει 123 είδη ψαριών από τα οποία μόνο τα 10 από αυτά έχουν πιθανή παρουσία σήμερα.
  • Από γεωλογική άποψη, ανήκει στην πελαγονική ζώνη και αποτελείται κυρίως από αποθέσεις άμμου, αργίλου, και κροκαλοπαγή πετρώματα.

Εκτός από την οικολογική αξία της περιοχής, το Δέλτα έχει μεγάλη σημασία για την άρδευση, την κτηνοτροφία, την υλοτομία, την αμμοληψία, την ύδρευση, την αναψυχή, τον τουρισμό, την εκπαίδευση και την επιστήμη.

Επίσης, το Δέλτα του Πηνειού ποταμού παρουσιάζει και πολιτιστική αξία διότι οριοθετείται μεταξύ των τριών σημα¬ντικών μυθικών και ιστορικών τόπων της Ελλάδας: του Ολύμπου, της Όσσας και των Τεμπών. Στην περιοχή υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος του Ομολίου, και στο Στόμιο η μεγάλης αρχιτεκτονικής σημασίας Ιερά Μονή Αγ. Δημητρίου.

Πατήστε εδώ για να ανοίξετε και να κατεβάσετε την μελέτη “Η Παράκτια Ζώνη του Δέλτα Πηνειού Ποταμού:Ανάπτυξη και Προστασία Περιβάλλοντος” του ΑΓΗΣΙΛΑΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Υπ. Δρ Ε.Μ.Π., Περιβαλλοντολόγου

Μαυροβούνι

Το Μαυροβούνι είναι όρος μεταξύ του κάμπου της Θεσσαλίας και του Αιγαίου. Οι βόρειες πλαγιές είναι πυκνά δασωμένες, ενώ οι νοτιοδυτικές πλαγιές καλύπτονται από θαμνώνες.

Η ευρύτερη περιοχή του Μαυροβουνίου εντάσσεται στο Πρόγραμμα προστασίας άγριας πανίδας (LIFE). Εδώ επιβιώνουν δύο σπάνια είδη αετών (χρυσαετός, φιδαετός). Τμήμα της περιοχής αποτελεί Καταφύγιο Άγριας Ζωής (Δασιά Πλατάνια/Σκήτης-Αμυγδάλης-Ποταμιάς, 8.040 στρ.). Τμήμα της περιοχής αποτελεί Καταφύγιο Άγριας Ζωής (Μαυροβούνι/Σκλήθρου, 10.910 στρ.) 35.300 στρ. αποτελούν Καταφύγιο Άγριας Ζωής (Πολυδενδρίου).
364.540 στρ. της περιοχής καλύπτονται από τη Ζώνη Ειδικής Προστασίας ΟΡΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝI(GR1420006)

Η περιοχή είναι σημαντική για τα επιδημητικά αρπακτικά και τα δασικά της είδη. Στα αναπαραγόμενα είδη περιλαμβάνονται εννέα από τα 21 είδη που στην Ευρώπη περιορίζονται στη Μεσογειακή διάπλαση (όταν αναπαράγονται).

Οι κύριες απειλές είναι η κατασκευή υποδομών και η εντονότερη δασική εκμετάλλευση. Η περιοχή είναι υποψήφια Ειδική Περιοχή Διατήρησης.
Ακολουθώντας μια διαδρομή στους πρόποδες του Μαυροβουνίου και περνώντας μέσα από ατελείωτα κτήματα με αμυγδαλιές βρίσκεται το χωριό, Αμυγδαλή. Ανεβαίνοντας προς το βουνό, στην έξοδο του οικισμού βρίσκεται ένα άριστα διατηρημένο λιθόστρωτο μονοπάτι μήκους 4χιλ. που θα οδηγεί στο παλιό χωριό Κουκουράβα. Εκεί από τη θέση “Κούκος” η θέα καλύπτει ολόκληρο το Θεσσαλικό Κάμπο, από το Βελεστίνο ως τη Λάρισα και την Αγιά.

Δάσος Πολυδενδρίου

Το Δάσος Πολυδενδρίου απέχει από τα πλησιέστερα αστικά κέντρα, την κωμόπολη της Αγιάς και τη Λάρισα, 30χμ και 65χμ αντίστοιχα.


Στην καρδιά του Μαυροβουνίου και μέχρι τη θάλασσα, βρίσκεται το πρώην βασιλικό κτήμα Πολυδενδρίου έκτασης 34.791 στρεμμάτων και υψόμετρου 1.054 μ., με το πανέμορφο Δάσος Πολυδενδρίου, ένα από τα πιο οργανωμένα δάση της χώρας μας (σηματοδοτημένα μονοπάτια, ποδηλατοδρόμοι, χώροι πικνίκ), όπου υπάρχουν ακόμη αγριογούρουνα, ζαρκάδια, λαγοί, αγριόγατοι και όπου το 1991 παρατηρήθηκε το σπάνιο είδος αιλουροειδούς, ο Λυγξ.

Βόρεια οριοθετείτε από το Ρέμα «Μπουρμπουλήθρα» και νότια από το ρέμα «Ρακοπόταμος».
Η ιστορία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Δάσους αρχίζει την εποχή της Τουρκοκρατίας όπου το χωρίο Πολυδένδρι αποτελούσε τσιφλίκι στην κατοχή του Οθωμανού Μεχμέτ Τεβφίκ Βεη Εφεδήν. Το 1841 το τσιφλίκι πωλήθηκε από τον Οθωμάνο στους Ελληνικής καταγωγής Μανόλη Αλεξανδρή και Δημίτριο Θεοχάρους. Κατόπιν διαφόρων αγοροπωλησιών η κυριότητα του Δάσους περιήλθε στον οθωμανικής καταγωγής Χασάν Λεοντάρη και μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος το 1881 το Δάσος διαχειρίστηκε ως μη Δημόσιο Δάσος.
Το Δάσος περιήλθε στην κυριότητα της τότε Βασιλικής οικογένειας τη Ελλάδος το 1906, η οποία το διαχειριζόταν έως το 1994, έκτοτε ανέλαβε νόμιμα τη διαχείρισή του το Υπουργείο Γεωργίας του Ελληνικού Δημοσίου.

Η ποικιλία της χλωρίδας και πανίδας του και οι ήπιες γενικώς κλίσεις του εδάφους το καθιστούν ένα χώρο με μεγάλο ενδιαφέρον, που προσφέρεται για επισκέψεις αναψυχής, χαλάρωσης, αναζωογόνησης και πλήθος δραστηριοτήτων.
Επίσης, η εκμετάλλευση του ως παραγωγικό δάσος προσφέρει εργασία στους κατοίκους της γύρω περιοχής. Τα παραγόμενα δασικά προϊόντα είναι κυρίως καυσόξυλα δρυός, οξιάς και αείφυλλων πλατύφυλλων, ξυλάνθρακες και τεχνική ξυλείας οξιάς, δρυός και καστανιάς.

Τα μνημεία του χώρου
Στο Δασόκτημα βρίσκονται δύο ναοί, ο Ναός της Παναγίας και ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Γεωγραφικά απέχουν πολύ λίγο μεταξύ τους και χρονολογικά φαίνεται να κατασκευάστηκαν σχεδόν την ίδια περίοδο. Ο Ναός της Παναγίας χρονολογείται στα τέλη του 16ου αι. και ο Ναός Της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φέρει έτος θεμελίωσης το 1568. Τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης κοσμούν και τους δύο ναούς ενώ πλήθος αρχαίων επιγραφών στο δάπεδο του πρώτου μαρτυρούν την πιθανότητα ύπαρξης αρχαίου ιερού στην περιοχή.

Η λίμνη της Σκήτης

Η λίμνη της Σκήτης, βρίσκεται κοντά στο ομώνυμο χωριό , περιτυλιγμένη από τους λόφους με καστανιές και καρυδιές . Στην λίμνη διοργανόνονται δραστηριότητες Canoe.